GDPR και «δημοσιογραφία» – Ζουμ στις πρόσφατες εξελίξεις
Πρώτη δημοσίευση: www.taxheaven.gr
Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 16/03/2021
Αναδημοσίευση: www.analuseto.gr
Ημερομηνία αναδημοσίευσης: 16/03/2021
Αιμίλιος Κορωναίος
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
LL.M. (Aberdeen), ΜΔΕ (Αθήνα)
Μετά τις πρόσφατες μηνύσεις σε βάρος επωνύμων για σεξουαλικά αδικήματα, τα γεγονότα βίας στην Αθήνα, τις δημόσιες ανακοινώσεις και τις αναρτήσεις βίντεο στο διαδίκτυο, επανέρχεται με ορμητικότητα στο προσκήνιο το ζήτημα της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο άσκησης «δημοσιογραφίας». Η τελευταία για τις ανάγκες του παρόντος ενημερωτικού άρθρου νοείται lato sensu, ώστε να περιλαμβάνει τόσο ενέργειες δημοσιογράφων όσο και ενέργειες πολιτών που επιχειρούν να ενημερώσουν το κοινό για συγκεκριμένα συμβάντα, γι’ αυτό και τίθεται σε εισαγωγικά.
Εν προκειμένω, γεννάται πλέγμα προβληματισμών, οι απαντήσεις στους οποίους δεν είναι μονοσήμαντες. Πέραν μεμονωμένων υποθέσεων, όπου οι παραβάσεις είναι εξόφθαλμες, η κάθε περίπτωση απαιτεί εξατομικευμένη προσέγγιση και ειδικές σταθμίσεις.
Σημειώνεται ότι κατ’ εφαρμογή του άρθρου 85 GDPR, το άρθρο 28 του εφαρμοστικού του GDPR Ν. 4624/2019 περιέχει τις προϋποθέσεις για την επιτρεπτή επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για δημοσιογραφικούς σκοπούς.
Χρήσιμη είναι, λοιπόν, η κωδικοποιημένη ενημέρωση για τις ακόλουθες πρόσφατες εξελίξεις που μπορούν να παρέχουν ορισμένες κατευθύνσεις.
Α. Ως προς τους δημοσιογράφους:
1. Στις 26 Φεβρουάριου η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Α.Π.Δ.Π.Χ.) εξέδωσε ανακοίνωση για την αυτούσια ανάρτηση σε ιστοσελίδες απολογητικού υπομνήματος γνωστού σκηνοθέτη – ηθοποιού, εναντίον του οποίου έχουν υποβληθεί μηνύσεις για διάπραξη σεξουαλικών αδικημάτων. Υπό το πρίσμα του δικαίου προστασίας προσωπικών δεδομένων, κατά την Α.Π.Δ.Π.Χ., η αυτούσια δημοσίευση του εν λόγω υπομνήματος προσέβαλε σοβαρά τα ευαίσθητα δεδομένα προσώπων, τα οποία ρητά κατονομάζονταν στο υπόμνημα ή των οποίων θα ήταν δυνατή η ταυτοποίηση. Για τον λόγο αυτό, οι διαχειριστές και υπεύθυνοι των συγκεκριμένων ιστοσελίδων κλήθηκαν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία. Κατ’ ελάχιστο μάλιστα τους ζητήθηκε να προβούν στη διαγραφή από το κείμενο του υπομνήματος των ονομάτων ή των τυχόν υφιστάμενων στοιχείων ταυτοποίησης συγκεκριμένων προσώπων. Όπως περαιτέρω τονίσθηκε, οι ως άνω είναι υποχρεωμένοι να μην επαναλάβουν στο μέλλον την ίδια ή αντίστοιχη ταυτοποίηση.
2. Στις 3 Μαρτίου το Γραφείο Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Κύπρου (Γραφείο Επιτρόπου) δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του τις αποφάσεις του για την περίοδο Οκτωβρίου 2020 – Ιανουαρίου 2021. Σε μία εξ αυτών, το Γραφείο Επιτρόπου άσκησε αυτεπαγγέλτως έλεγχο για δημοσίευμα εφημερίδας, το οποίο περιελάμβανε αυτούσια λίστα με προσωπικά δεδομένα πολιτογραφημένων προσώπων. Όπως κρίθηκε, η δημοσιοποίηση πληροφοριών, όπως η ημερομηνία γέννησης των εμπλεκομένων προσώπων και τα ονοματεπώνυμα των μελών της οικογένειάς τους, τα οποία δεν ήταν πολιτικά εκτειθέμενα πρόσωπα, είχε ως αποτέλεσμα την υπέρβαση του μέτρου που έθετε ο επιδιωκόμενος σκοπός του επίμαχου δημοσιεύματος. Κατ’ αυτό τον τρόπο μάλιστα δεν τηρήθηκε η αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, η οποία κατά τον GDPR επιβάλλει τα προσωπικά δεδομένα να είναι κατάλληλα, συναφή και να περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία. Για τους λόγους αυτούς, η εφημερίδα που αποτέλεσε αντικείμενο του ελέγχου δέχθηκε σχετική προειδοποίηση, ώστε να απέχει στο μέλλον από παρόμοιες δημοσιεύσεις.
3. Στην ίδια ως άνω δέσμη αποφάσεων, περιλαμβάνεται έτερη απόφαση του Γραφείου Επιτρόπου για καταγγελία εναντίον δύο εφημερίδων σχετικά με συγκεκριμένο δημοσίευμα. Το τελευταίο αφορούσε ισχυρισθείσα επίθεση από εκπαιδευτικό σε μαθητή, ο οποίος εκπαιδευτικός όμως, ενέπιπτε στη σφαίρα του δημοσίου προσώπου λόγω άλλης ενασχόλησής του. Το δημοσίευμα δεν ανέφερε το ονοματεπώνυμο του εμπλεκομένου προσώπου, εν τούτοις ο τίτλος του περιελάμβανε πρόσθετα στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ταυτοποίησή του από άτομα του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντός του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, κατόπιν της δημοσίευσης, ο καταγγείλας, η οικογένειά του και ο ευρύτερος κοινωνικός κύκλος του να δεχθούν τηλεφωνικές κλήσεις από οικείους τους, με περαιτέρω συνέπεια τη γέννηση του αισθήματος της προσβολής. Εν προκειμένω, το Γραφείο Επιτρόπου έκρινε ότι το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης υπερείχε του δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Κατ’ επέκταση δεν διαπιστώθηκε παράβαση.
Β. Ως προς τους πολίτες που επιχειρούν να ενημερώσουν το κοινό για συγκεκριμένα συμβάντα:
1. Στις 14 Ιανουαρίου δημοσιεύθηκε απόφαση (20/01790) της εποπτικής Αρχής της Νορβηγίας η οποία αφορούσε περιστατικό σε παντοπωλείο. Ο υπεύθυνος του καταστήματος κατέγραψε στο προσωπικό κινητό τηλέφωνό του παιδιά, τα οποία θεώρησε ότι διέπρατταν κλοπή, με πρόθεση να τα ταυτοποιήσει. Στη συνέχεια, αυτός απέστειλε την καταγραφή σε τρίτο πρόσωπο. Από αυτό έγινε αλυσιδωτός διαμοιρασμός του αρχείου σε πλήθος άλλων προσώπων, με αποτέλεσμα να καταλήξει και σε εμπλεκόμενο παιδί. Η εποπτική αρχή έκρινε ότι εν προκειμένω η διαβίβαση της καταγραφής σε τρίτα πρόσωπα έγινε χωρίς νομική βάση, δεδομένου ότι δεν ήταν αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της ταυτοποίησης των εμπλεκόμενων προσώπων. Αυτό στο οποίο όφειλε να προβεί το κατάστημα ήταν να γνωστοποιήσει το συμβάν στην αστυνομία και να αναμένει την εκκίνηση ποινικής διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσε να ζητηθεί η καταγραφή. Για τους λόγους αυτούς επιβλήθηκε πρόστιμο στο κατάστημα περίπου 40.000 ευρώ.
2. Στις 11 Νοεμβρίου 2020 δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθμ. 3485/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η υπόθεση αφορούσε την ανάρτηση από χρήστη του Facebook στο δημόσιο προφίλ του φωτογραφίας οδηγού οχήματος (στην οποία φαινόταν το πρόσωπό του) και του οχήματός του (στο οποίο φαινόταν ο αριθμός κυκλοφορίας του). Το όχημα είχε κακώς καταλάβει, κατά τον χρήστη του Facebook, μέρος θέσης στάθμευσης αυτοκινήτων που προοριζόταν για άτομα με αναπηρία, η οποία έφερε μάλιστα και τη σχετική ένδειξη, σε ιδιωτικό χώρο στάθμευσης σούπερ μάρκετ. Η ανάρτηση της φωτογραφίας συνοδευόταν από κείμενο του χρήστη του Facebook, στο οποίο αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι «Με αυτά και με αυτά, ζητώ την Βοήθεια σας να τον μάθει όλη η Αττική – τουλάχιστον. Πάμε λοιπόν! Κοινοποιούμε!!!».
Προ της ανάρτησης, είχε προηγηθεί διαπληκτισμός μεταξύ του χρήστη του Facebook και του οδηγού του οχήματος, με τον πρώτο να λέει, μεταξύ άλλων, στον δεύτερο: « τώρα θα δεις τι θα σου κάνω θα σε φωτογραφίσω και θα σε ανεβάσω στο ίντερνετ». Στη συνέχεια, ο χρήστης του Facebook προέβη στην επίμαχη φωτογράφηση με τη χρήση του κινητού τηλεφώνου του, παρά το ότι ο οδηγός του απαγόρευσε τη φωτογράφηση.
Όπως κρίθηκε, η ως άνω ανάρτηση στο Facebook περιείχε προσωπικά δεδομένα του οδηγού του οχήματος και παραβίαζε το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων αυτού. Η ανάρτηση της επίμαχης φωτογραφίας δεν ήταν αναγκαία, ο δε χρήστης του Facebook θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να είχε ακολουθήσει τις νόμιμες διαδικασίες και να υποβάλει καταγγελία στις αρμόδιες αρχές. Επιπροσθέτως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπερείχε εν προκειμένω το δικαίωμα στην ελευθερίας της έκφρασης και το δικαίωμα της πληροφόρησης έναντι του δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Έτσι, κρίθηκε ότι ο χρήστης του Facebook όφειλε να καταβάλει στον οδηγό του οχήματος ποσό ύψους 15.000 ευρώ για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία ο τελευταίος υπέστη από την εν λόγω παράνομη ανάρτηση στο Facebook.
Γ. Τέλος, σημαντική κρίνεται η ανάκληση στη μνήμη μας της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) στην υπόθεση C-345/17, η οποία δημοσιεύθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2019, για την ερμηνεία της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, την προκάτοχο του GDPR. Η υπόθεση αφορούσε πρόσωπο στη Λετονία, το οποίο δημοσιοποίησε στο YouTube βίντεο μαγνητοσκοπηθέν από το ίδιο με ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, κατά τη λήψη κατάθεσής του στο πλαίσιο διοικητικής παράβασης στα γραφεία αστυνομικού τμήματος. Το βίντεο έδειχνε αστυνομικούς υπαλλήλους και τη δραστηριότητά τους στο αστυνομικό τμήμα, ενώ ακούγονταν καταγεγραμμένες συνομιλίες και φωνές. Ο εμπλεκόμενος υποστήριξε ότι η ανάρτηση του βίντεο είχε ως σκοπό να επιστήσει την προσοχή της κοινωνίας σε μια πράξη του αστυνομικού σώματος την οποία θεωρούσε παράνομη. Κατά το Δ.Ε.Ε., που εν προκειμένω δεν κλήθηκε να επιλύσει την διαφορά, αλλά να αποφανθεί επί της ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου, το εν λόγω περιστατικό ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα.
Ως προς το αν συνέτρεχε δημοσιογραφική δραστηριότητα, η οποία ενδεχομένως θα καθιστούσε νόμιμη την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, το Δ.Ε.Ε. υπογράμμισε ότι η βιντεοσκόπηση αστυνομικών υπαλλήλων εντός αστυνομικού τμήματος, κατά τη λήψη κατάθεσης, και η δημοσιοποίηση του μαγνητοσκοπηθέντος βίντεο σε σχετική ιστοσελίδα μπορούν να συνιστούν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς. Απαιτείται όμως, από το εν λόγω βίντεο να συνάγεται ότι η μαγνητοσκόπηση και η δημοσιοποίηση έχουν ως μόνο σκοπό την ανακοίνωση στο κοινό πληροφοριών, γνωμών ή ιδεών. Το γεγονός ότι αυτός που προέβη στη μαγνητοσκόπηση και δημοσιοποίηση δεν είναι επαγγελματίας δημοσιογράφος, δεν αποκλείει εκ των προτέρων την κατάφαση δημοσιογραφικής δραστηριότητας.
Επισημάνθηκε επίσης πάντως, ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί πως κάθε πληροφορία που δημοσιοποιείται στο διαδίκτυο και η οποία αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι δημοσιογραφική δραστηριότητα. Τέλος, υπογραμμίσθηκε ότι για τη στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης, υπάρχουν ορισμένα βασικά κριτήρια, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Μεταξύ άλλων, αυτά περιλαμβάνουν τη συμβολή σε συζήτηση δημόσιου ενδιαφέροντος, τη φήμη του θιγομένου, το αντικείμενο της γνωστοποιήσεως, τον πρότερο βίο του ενδιαφερομένου, το περιεχόμενο, τη μορφή και τις συνέπειες της δημοσιεύσεως, τον τρόπο και τις περιστάσεις υπό τις οποίες αποκτήθηκαν οι πληροφορίες καθώς και την αλήθειά τους.